βροντοφωνώ
Смотреть что такое "βροντοφωνώ" в других словарях:
βροντοφωνώ — (Μ βροντοφωνῶ, έω) βροντοφωνάζω … Dictionary of Greek
βροντοφωνώ — ησα, βροντοφωνάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)